αθεΐζω

αθεΐζω
κλίνω προς την αθεΐα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αθεΐζω — κλίνω προς την αθεΐα, αρνούμαι την ύπαρξη τού θεού, είμαι άθεος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άθεος. ΠΑΡ. αθεΐστής] …   Dictionary of Greek

  • αθεΐα — ἀθεΐα, η (Α) [ἄθεος] άρνηση υπάρξεως θεού, έλλειψη πίστης, αθεϊσμός αρχ. παραμέληση τών θεών τής πολιτείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄθεος. ΠΑΡ. αθεΐζω] …   Dictionary of Greek

  • αθεϊστής — ο (θηλ. ίστρια) οπαδός τού αθεϊσμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθεΐζω. ΠΑΡ. αθεϊστικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”